- εντανδρόφραγμα
- τοψηλό δέντρο τής Αφρικής τής οικογένειας τών μελιιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίπο — το, Ν βοτ. εμπορική ονομασία ακριβού ξύλου τής επιπλοποιίας και τής λεπτοξυλουργικής που λαμβάνεται από ένα είδος δένδρων τού γένους εντανδρόφραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sipo < ιθαγενή λ. τού Καμερούν] … Dictionary of Greek